Πασχίζω στα τσεχικά
Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zápasit, námaha, bojovat, pokoušet, úsilí, snaha, usilovat, snažit, snaží, usilují, usiluje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πασχίζω
πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, πασχίζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πασπατεύω στα τσεχικά - prohledávat, housle, podfuk, pohrávat si, fidlat, fixlovat
- παστώνω στα τσεχικά - léčit, hojit, léčba, vulkanizovat, lék, udit, kúra, ...
- πατάτα στα τσεχικά - brambor, brambory, bramborový, bramborového, bramborová
- πατέρας στα τσεχικά - otec, otce, otcem, otci, táta
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zápasit, námaha, bojovat, pokoušet, úsilí, snaha, usilovat, snažit, snaží, usilují, usiluje
Μεταφράσεις: zápasit, námaha, bojovat, pokoušet, úsilí, snaha, usilovat, snažit, snaží, usilují, usiluje