Πασχίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyrkiä, ahertaa, kilpailla, pinnistää, hanke, pinnistellä, ponnistaa, kokea, pyrintö, yrittää, pyrittävä, pyrkii, pyrkivät
Πασχίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πασχίζω

πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πασχίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • πασπατεύω στα φινλανδικά - koluta, hamuilla, viulu, fiddle, viulua, pukki
  • παστώνω στα φινλανδικά - parannus, säilöä, parantaa, suolata, parannuskeino, lääke, savusilli, ...
  • πατάτα στα φινλανδικά - peruna, perunan, peruna-, potato
  • πατέρας στα φινλανδικά - isä, pappa, perustaja, faija, isänsä, isän, isäni, ...
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pyrkiä, ahertaa, kilpailla, pinnistää, hanke, pinnistellä, ponnistaa, kokea, pyrintö, yrittää, pyrittävä, pyrkii, pyrkivät