Πριονίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: πριονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριονίζω
πριονίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πριονίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πριμοδότηση στα ισλανδικά - aukagjald, iðgjald, hágæða, gæðaflokki, í gæðaflokki
- πριν στα ισλανδικά - áður, fyrir, síðan, löngu síðan, fyrir löngu síðan
- πριόνι στα ισλανδικά - sá, sáu, sást, sav
- προ- στα ισλανδικά - pre-, fyrirfram, þroska fyrir, þroska, for-
Τυχαίες λέξεις
Πριονίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: jag
Μεταφράσεις: jag