Πριονίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: πριονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
példabeszéd, kicsipkéz, rovátkol, Jag, rovátka
Πριονίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πριονίζω

πριονίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πριονίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • πριμοδότηση στα ουγγρικά - pénzjutalom, államsegély, pénzadomány, prémium, díj, jövedelemtámogatás, felár, ...
  • πριν στα ουγγρικά - elé, korábban, ezelőtt, óra, ezelőtti
  • πριόνι στα ουγγρικά - példabeszéd, fűrész, Saw, Fűrészanyagok, fűrészt, fűrészlap
  • προ- στα ουγγρικά - előtti, előre, pre-, előzetes, megelőző
Τυχαίες λέξεις
Πριονίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: példabeszéd, kicsipkéz, rovátkol, Jag, rovátka