Πριονίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: πριονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pjūklas, patarlė, išgėrimas, jag, pjaustyti, atplaiša, iškarpyti
Πριονίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πριονίζω

πριονίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πριονίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πριμοδότηση στα λιθουανικά - premija, priemoka, priemokos, aukščiausios kokybės, priemoką
  • πριν στα λιθουανικά - anksčiau, prieš, atgal, ago
  • πριόνι στα λιθουανικά - patarlė, pjūklas, pjūklo, pamačiau, pjūklą, pjovimo
  • προ- στα λιθουανικά - iš anksto, anksto, išankstinio, išankstinis
Τυχαίες λέξεις
Πριονίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pjūklas, patarlė, išgėrimas, jag, pjaustyti, atplaiša, iškarpyti