Προπηλακίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: προπηλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
propilakizo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπηλακίζω
προπηλακίζω ετυμολογία, προπηλακίζω λεξικό, προπηλακίζω ορισμος, προπηλακίζω σημασια, προπηλακίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προπηλακίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προορισμός στα ισλανδικά - áfangastaður, áfangastað, ákvörðunarstaður, ákvörðunarstað
- προπαρασκευαστικός στα ισλανδικά - undirbúnings, undirbúningur, PREPARATORY, undirbúningsvinnu, til undirbúnings
- προπονητής στα ισλανδικά - þjálfara, þjálfari, stjóri, leik, gerði breytingu
- προπονούμενος στα ισλανδικά - proponoumenos
Τυχαίες λέξεις
Προπηλακίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: propilakizo
Μεταφράσεις: propilakizo