Προπηλακίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: προπηλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насилувати, ізолятори, propilakizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπηλακίζω
προπηλακίζω ετυμολογία, προπηλακίζω λεξικό, προπηλακίζω ορισμος, προπηλακίζω σημασια, προπηλακίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προπηλακίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προορισμός στα ουκρανικά - ціль, призначання, мета, куди, призначення, гребінь, мету
- προπαρασκευαστικός στα ουκρανικά - готується, підготовчий, попередній
- προπονητής στα ουκρανικά - тренажер, тренувати, інструктор, тренер, екіпаж, автобус, анулювати, ...
- προπονούμενος στα ουκρανικά - зайняття, підготовка, учбовий, навчання, proponoumenos
Τυχαίες λέξεις
Προπηλακίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: насилувати, ізолятори, propilakizo
Μεταφράσεις: насилувати, ізолятори, propilakizo