Προπηλακίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: προπηλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insulto, oltraggio, vituperare, atrocità, ingiuria, offendere, oltraggiare, insultare, propilakizo
Προπηλακίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπηλακίζω

προπηλακίζω ετυμολογία, προπηλακίζω λεξικό, προπηλακίζω ορισμος, προπηλακίζω σημασια, προπηλακίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, προπηλακίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • προορισμός στα ιταλικά - destinazione, meta, di destinazione, arrivo
  • προπαρασκευαστικός στα ιταλικά - preparatorio, preparatoria, preparatori, preparazione, di preparazione
  • προπονητής στα ιταλικά - carrozza, pullman, vettura, domatore, addestratore, autobus, corriera, ...
  • προπονούμενος στα ιταλικά - allenamento, educazione, istruzione, addestramento, formazione, proponoumenos
Τυχαίες λέξεις
Προπηλακίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: insulto, oltraggio, vituperare, atrocità, ingiuria, offendere, oltraggiare, insultare, propilakizo