Συχνάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: συχνάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tíð, oft, tíður, algengari, tíðar
Συχνάζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνάζω

συχνάζω english, συχνάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συχνάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συσχετίζω στα ισλανδικά - í samhengi, samsvörun milli, fylgni milli, var fylgni milli, á samsvörun milli
  • συχνά στα ισλανδικά - þrátt, oft, oft að
  • συχνός στα ισλανδικά - tíð, oft, tíður, algengari, tíðar
  • σφάζω στα ισλανδικά - kjötkaupmaður, Butcher, slátrari, slátrarinn
Τυχαίες λέξεις
Συχνάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tíð, oft, tíður, algengari, tíðar