Συχνάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συχνάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequente, francês, frequentar, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
Συχνάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνάζω

συχνάζω english, συχνάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συχνάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συσχετίζω στα πορτογαλικά - camarada, associar, companheiro, associado, correlacionar, correlacionam, correlacioná, ...
  • συχνά στα πορτογαλικά - frequente, amiúde, frequentar, frequentemente, prole, freqüentemente, muitas vezes, ...
  • συχνός στα πορτογαλικά - frequente, frequentar, francês, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
  • σφάζω στα πορτογαλικά - massacrar, açougueiro, carniceiro, Butcher, açougue, talho
Τυχαίες λέξεις
Συχνάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: frequente, francês, frequentar, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente