Συχνάζω στα τσεχικά
Μετάφραση: συχνάζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hojný, častý, navštěvovat, běžný, obvyklý, časté, často, častým, častá
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συχνάζω
συχνάζω english, συχνάζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, συχνάζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- συσχετίζω στα τσεχικά - připojit, spolupracovník, přítel, spojit, asociovat, sdružovat, společník, ...
- συχνά στα τσεχικά - často, se často, mnohdy, často se
- συχνός στα τσεχικά - častý, navštěvovat, obvyklý, hojný, běžný, časté, často, ...
- σφάζω στα τσεχικά - řezník, řeznictví, řezníka, řezníkem, zabijačka
Τυχαίες λέξεις
Συχνάζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: hojný, častý, navštěvovat, běžný, obvyklý, časté, často, častým, častá
Μεταφράσεις: hojný, častý, navštěvovat, běžný, obvyklý, časté, často, častým, častá