Όρθιος στα ισλανδικά
Μετάφραση: όρθιος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppréttur, upprétt, uppréttri stöðu, uppréttu, í uppréttri stöðu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όρθιος
όρθιος αργαλειός, κάθομαι όρθιος, όρθιος άνθρωπος, όρθιος διαδηλωτής, όρθιοσ και μόνοσ σαν και πρώτα περιμένω, όρθιος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, όρθιος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- όργιο στα ισλανδικά - at, upphlaup, orgy
- όρεξη στα ισλανδικά - lyst, matarlyst, lystarleysi, áhugi
- όριο στα ισλανδικά - mörk, takmörk, takmarka, mörkum, hámark
- όρκος στα ισλανδικά - eiður, eið, sverja, eiðs, eiði, Eiður
Τυχαίες λέξεις
Όρθιος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: uppréttur, upprétt, uppréttri stöðu, uppréttu, í uppréttri stöðu
Μεταφράσεις: uppréttur, upprétt, uppréttri stöðu, uppréttu, í uppréttri stöðu