Ασυμβίβαστος στα ισπανικά

Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incompatible, incompatibles, compatible, incompatibilidad, es incompatible
Ασυμβίβαστος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος

ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας ισπανικά, ασυμβίβαστος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ασυδοσία στα ισπανικά - inmunidad, impunidad, la inmunidad, de inmunidad, inmunidad de, exención
  • ασυλία στα ισπανικά - asilo, hospicio, acogida, refugio, inmunidad, la inmunidad, de inmunidad, ...
  • ασυμμετρία στα ισπανικά - asimetría, la asimetría, asimetría de, de asimetría, asimetrías
  • ασυμφωνία στα ισπανικά - discordia, desavenencia, discrepancia, disonancia, discordancia, desacuerdo, gresca, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: incompatible, incompatibles, compatible, incompatibilidad, es incompatible