Ασυμβίβαστος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незрівнянно, несумісне, несумісно, несумісним, є несумісним, несумісний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος
ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασυμβίβαστος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ασυδοσία στα ουκρανικά - імунний, звільнений, недоторканний, імпульсивно, вільний, імунітет
- ασυλία στα ουκρανικά - притулок, захисток, імунітет
- ασυμμετρία στα ουκρανικά - асиметрія
- ασυμφωνία στα ουκρανικά - протиріччя, розбрат, суперечність, розлад, розбіжність, дисонанс, неподібність, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незрівнянно, несумісне, несумісно, несумісним, є несумісним, несумісний
Μεταφράσεις: незрівнянно, несумісне, несумісно, несумісним, є несумісним, несумісний