Ασυμβίβαστος στα τσεχικά
Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neslučitelný, neslučitelné, neslučitelná, nekompatibilní, neslučitelnou
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος
ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ασυμβίβαστος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ασυδοσία στα τσεχικά - chráněnost, nedotknutelnost, beztrestnost, odolnost, bezpečnost, imunita, imunity, ...
- ασυλία στα τσεχικά - domov, azyl, útulek, útočiště, imunita, imunity, odolnost, ...
- ασυμμετρία στα τσεχικά - asymetrie, nesouměrnost, asymetrii, nesymetrie, asymetrické
- ασυμφωνία στα τσεχικά - nesrovnalost, nesvár, nelibozvuk, rozpor, nesvornost, disonance, nesouzvuk, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: neslučitelný, neslučitelné, neslučitelná, nekompatibilní, neslučitelnou
Μεταφράσεις: neslučitelný, neslučitelné, neslučitelná, nekompatibilní, neslučitelnou