Ασυμβίβαστος στα τούρκικα

Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uyumsuz, uyumlu, uyumlu olmayan, bağdaşmayan, bağdaşmaz
Ασυμβίβαστος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος

ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασυμβίβαστος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ασυδοσία στα τούρκικα - dokunulmazlık, bağışıklık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı
  • ασυλία στα τούρκικα - sığınak, barınak, bağışıklık, dokunulmazlık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı
  • ασυμμετρία στα τούρκικα - asimetri, asimetrisi, asimetrisinin, asimetrinin
  • ασυμφωνία στα τούρκικα - anlaşmazlık, tutarsızlık, farklılık, uyumsuzluk, çelişki, uyuşmazlık
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: uyumsuz, uyumlu, uyumlu olmayan, bağdaşmayan, bağdaşmaz