Ασυμβίβαστος στα πολωνικά

Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezgodny, niekompatybilny, nieosiągalny, niezgodne, niezgodna, niezgodną, za niezgodną
Ασυμβίβαστος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος

ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ασυμβίβαστος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ασυδοσία στα πολωνικά - odporność, immunitet, zabezpieczenie, nietykalność, odporności, immunitetu, odporność na
  • ασυλία στα πολωνικά - azylant, wysepka, szpital, przytulisko, schron, przytułek, schronienie, ...
  • ασυμμετρία στα πολωνικά - asymetria, asymetrii, asymetrię
  • ασυμφωνία στα πολωνικά - waśń, niezgoda, dysonans, rozbieżność, nieporozumienie, niezgodność, kłótnia, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: niezgodny, niekompatybilny, nieosiągalny, niezgodne, niezgodna, niezgodną, za niezgodną