Ασυμβίβαστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incompatível, incompatíveis, incompatibilidade, compatível
Ασυμβίβαστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος

ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασυμβίβαστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασυδοσία στα πορτογαλικά - imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
  • ασυλία στα πορτογαλικά - guarida, asilo, refúgios, refúgio, albergue, imunidade, a imunidade, ...
  • ασυμμετρία στα πορτογαλικά - assimetria, assimetria de, assimetrias, a assimetria, de assimetria
  • ασυμφωνία στα πορτογαλικά - discrepância, diferença, divergência, discrepâncias, discordância
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incompatível, incompatíveis, incompatibilidade, compatível