Ασυμβίβαστος στα σλοβενικά
Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nekompatibilní, nezdružljiva, nezdružljivi, nezdružljivo, nezdružljive, združljiva
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος
ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ασυμβίβαστος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ασυδοσία στα σλοβενικά - imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete
- ασυλία στα σλοβενικά - imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete
- ασυμμετρία στα σλοβενικά - asimetrija, asimetrijo, asimetrije, asimetričnost, asimetričnosti
- ασυμφωνία στα σλοβενικά - spor, neskladje, razlika, razhajanje, odstopanje, razkorak
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: nekompatibilní, nezdružljiva, nezdružljivi, nezdružljivo, nezdružljive, združljiva
Μεταφράσεις: nekompatibilní, nezdružljiva, nezdružljivi, nezdružljivo, nezdružljive, združljiva