Ασυμβίβαστος στα σουηδικά
Μετάφραση: ασυμβίβαστος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oförenliga, oförenlig, oförenligt, är oförenligt, förenligt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυμβίβαστος
ασυμβίβαστος συνώνυμα, ασυμβίβαστος συνώνυμο, ασυμβίβαστος αγγλικα, ασυμβίβαστος news, ασυμβίβαστος βικιλεξικο, ασυμβίβαστος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ασυμβίβαστος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ασυδοσία στα σουηδικά - immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
- ασυλία στα σουηδικά - asyl, immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
- ασυμμετρία στα σουηδικά - asymmetri, asymmetrin, asymmetriska
- ασυμφωνία στα σουηδικά - diskrepans, avvikelse, skillnad, skillnaden, avvikelser
Τυχαίες λέξεις
Ασυμβίβαστος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: oförenliga, oförenlig, oförenligt, är oförenligt, förenligt
Μεταφράσεις: oförenliga, oförenlig, oförenligt, är oförenligt, förenligt