Γήρανση στα ισπανικά
Μετάφραση: γήρανση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
envejecimiento, el envejecimiento, de envejecimiento, envejecimiento de, del envejecimiento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γήρανση
γήρανση του δέρματος, γήρανση μετάλλων, γήρανση ωαρίων, γήρανση προσώπου, γήρανση κυττάρων, γήρανση λεξικό γλώσσας ισπανικά, γήρανση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- γέφυρα στα ισπανικά - puente, puente de, el puente, del puente, de puente
- γήινος στα ισπανικά - terrenal, terrena, terrestre, la tierra, terrenales
- γίγαντας στα ισπανικά - gigantesco, gigante, gigante de, gigantes, gigantesca
- γίδα στα ισπανικά - cabra, de cabra, la cabra, cabras, macho cabrío
Τυχαίες λέξεις
Γήρανση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: envejecimiento, el envejecimiento, de envejecimiento, envejecimiento de, del envejecimiento
Μεταφράσεις: envejecimiento, el envejecimiento, de envejecimiento, envejecimiento de, del envejecimiento