Γήρανση στα ουκρανικά

Μετάφραση: γήρανση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окислювання, старіння, дозрівання, окислення
Γήρανση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γήρανση

γήρανση του δέρματος, γήρανση μετάλλων, γήρανση ωαρίων, γήρανση προσώπου, γήρανση κυττάρων, γήρανση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γήρανση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γέφυρα στα ουκρανικά - перекривати, перенісся, перемичка, підлога, міст, мост
  • γήινος στα ουκρανικά - земний, суєтний, земної, земній, земного, земну
  • γίγαντας στα ουκρανικά - величезний, гігант, велетень, гігантський, гигант, гіганта
  • γίδα στα ουκρανικά - козел, цап, козеріг, цапе, коза, худобу, козла
Τυχαίες λέξεις
Γήρανση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: окислювання, старіння, дозрівання, окислення