Γήρανση στα ιταλικά
Μετάφραση: γήρανση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invecchiamento, di invecchiamento, l'invecchiamento, invecchiamento della, dell'invecchiamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γήρανση
γήρανση του δέρματος, γήρανση μετάλλων, γήρανση ωαρίων, γήρανση προσώπου, γήρανση κυττάρων, γήρανση λεξικό γλώσσας ιταλικά, γήρανση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γέφυρα στα ιταλικά - ponte, ponticello, ponte di, bridge, ponti
- γήινος στα ιταλικά - terreno, terrestre, terrena, terrene
- γίγαντας στα ιταλικά - orco, gigante, gigantesco, gigantesca, giganti, colosso
- γίδα στα ιταλικά - capra, di capra, caprino, goat, capre
Τυχαίες λέξεις
Γήρανση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: invecchiamento, di invecchiamento, l'invecchiamento, invecchiamento della, dell'invecchiamento
Μεταφράσεις: invecchiamento, di invecchiamento, l'invecchiamento, invecchiamento della, dell'invecchiamento