Γήρανση στα τούρκικα
Μετάφραση: γήρανση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşlanma, aging, yaşlanan, yaşlandırma, yaşlanmaya
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γήρανση
γήρανση του δέρματος, γήρανση μετάλλων, γήρανση ωαρίων, γήρανση προσώπου, γήρανση κυττάρων, γήρανση λεξικό γλώσσας τούρκικα, γήρανση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γέφυρα στα τούρκικα - köprü, köprüsü, bridge, bir köprü, köprünün
- γήινος στα τούρκικα - dünyevi, dünyasal, yeryüzündeki, dünyevî
- γίγαντας στα τούρκικα - dev, devi, dev bir, devasa
- γίδα στα τούρκικα - keçi, keçisi, goat, keci
Τυχαίες λέξεις
Γήρανση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yaşlanma, aging, yaşlanan, yaşlandırma, yaşlanmaya
Μεταφράσεις: yaşlanma, aging, yaşlanan, yaşlandırma, yaşlanmaya