Γήρανση στα ουγγρικά

Μετάφραση: γήρανση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stabilizálás, pihentetés, hevertetés, betonkezelés, anyagkifáradás, érlelés, öregedés, öregedő, idősödő, öregedési, elöregedő
Γήρανση στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γήρανση

γήρανση του δέρματος, γήρανση μετάλλων, γήρανση ωαρίων, γήρανση προσώπου, γήρανση κυττάρων, γήρανση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γήρανση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • γέφυρα στα ουγγρικά - bridzs, orrnyereg, híd, Bridge, hídon, hidat, híddal
  • γήινος στα ουγγρικά - földi, a földi, evilági
  • γίγαντας στα ουγγρικά - óriás, hatalmas, óriási, gigantikus
  • γίδα στα ουγγρικά - szatír, kecske, kecskét, goat, kecske-, kecskesajt
Τυχαίες λέξεις
Γήρανση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: stabilizálás, pihentetés, hevertetés, betonkezelés, anyagkifáradás, érlelés, öregedés, öregedő, idősödő, öregedési, elöregedő