Απορρέω στα ιταλικά
Μετάφραση: απορρέω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emanare, aporreo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απορρέω
απορρέω λεξικό, αποφέρω ορισμός, απορρέω μετάφραση, αποφέρω συνώνυμα, απορρέω συνώνυμο, απορρέω λεξικό γλώσσας ιταλικά, απορρέω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποποιούμαι στα ιταλικά - rinunziare, rinunciare, rifiuto, secco rifiuto, ripulsa, rimprovero, secchi rifiuti
- αποπομπή στα ιταλικά - rinvio, espulsione, allontanamento, l'espulsione, di espulsione, cacciata
- απορρίμματα στα ιταλικά - lettiga, barella, rifiuti, spazzatura, immondizia, cestino, dei rifiuti
- απορρίπτω στα ιταλικά - respingere, rigettare, deporre, rifiutare, respinge, rifiuto
Τυχαίες λέξεις
Απορρέω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: emanare, aporreo
Μεταφράσεις: emanare, aporreo