Απορρέω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απορρέω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emanar, aporreo
Απορρέω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απορρέω

απορρέω λεξικό, αποφέρω ορισμός, απορρέω μετάφραση, αποφέρω συνώνυμα, απορρέω συνώνυμο, απορρέω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απορρέω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποποιούμαι στα πορτογαλικά - renove, renovar, repulsa, recusa, rejeição, rebuff, rechaço
  • αποπομπή στα πορτογαλικά - despedimento, expulsão, afastamento, a expulsão, de expulsão, de afastamento
  • απορρίμματα στα πορτογαλικά - lixo, de lixo, lixeira, o lixo, trash
  • απορρίπτω στα πορτογαλικά - descartar, rejeição, indeferir, rechaçar, disco, recusar, descarte, ...
Τυχαίες λέξεις
Απορρέω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: emanar, aporreo