Απορρέω στα λιθουανικά
Μετάφραση: απορρέω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aporreo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απορρέω
απορρέω λεξικό, αποφέρω ορισμός, απορρέω μετάφραση, αποφέρω συνώνυμα, απορρέω συνώνυμο, απορρέω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απορρέω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποποιούμαι στα λιθουανικά - atkirtis, atrėmimas, atospyris, Afront, atkirsti
- αποπομπή στα λιθουανικά - išsiuntimas, išsiuntimo, išsiųsti, išsiuntimas iš šalies, išsiuntimo iš šalies
- απορρίμματα στα λιθουανικά - šiukšlės, šiukšlių, trash, šiukšliadėžės, šiukšlinę
- απορρίπτω στα λιθουανικά - atmesti, atmeta, atsisakyti, atmetama, atmetė
Τυχαίες λέξεις
Απορρέω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aporreo
Μεταφράσεις: aporreo