Αστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: αστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cittadino, urbano, urbana, urbani, urbane, urbanistica
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστικός
αστικός τουρισμός, αστικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης, αστικός κώδικας στα αγγλικά, αστικός συνεταιρισμός κοινωνικού σκοπού, αστικός μύθος, αστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αστερισμός στα ιταλικά - costellazione, costellazione di, costellazione del, della costellazione, costellazioni
- αστιγματικός στα ιταλικά - astigmatico, astigmatica, astigmatic, astigmatici, astigmatismo
- αστοχώ στα ιταλικά - signorina, ragazza, perdere, fallire, spreca una buona occasione, la signorina, spreca una buona
- αστράγαλος στα ιταλικά - caviglia, alla caviglia, della caviglia, caviglie, la caviglia
Τυχαίες λέξεις
Αστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cittadino, urbano, urbana, urbani, urbane, urbanistica
Μεταφράσεις: cittadino, urbano, urbana, urbani, urbane, urbanistica