Δηκτικός στα ιταλικά

Μετάφραση: δηκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caustico, mordace, pungente, graffiante, feroce
Δηκτικός στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δηκτικός

δηκτικός συνώνυμα, δεικτικός σημασία, δηκτικός ορισμός, δηκτικός english, δηκτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δηκτικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δεύτερον στα ιταλικά - momento, attimo, secondo, istante, seconda, in secondo luogo, secondo luogo, ...
  • δεύτερος στα ιταλικά - secondo, seconda, istante, attimo, momento, di seconda, la seconda
  • δηλητηρίαση στα ιταλικά - intossicazione, avvelenamento, avvelenamento da, l'avvelenamento, intossicazioni
  • δηλητηριώδης στα ιταλικά - virulento, venefico, velenoso, velenosi, velenosa, tossico, velenose
Τυχαίες λέξεις
Δηκτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: caustico, mordace, pungente, graffiante, feroce