Δηκτικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δηκτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
остар, навреден, остри, остра, жесток
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηκτικός
δηκτικός συνώνυμα, δεικτικός σημασία, δηκτικός ορισμός, δηκτικός english, δηκτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δηκτικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δεύτερον στα σλαβομακεδονικά - Второ, Како второ, од друга
- δεύτερος στα σλαβομακεδονικά - вториот, втора, втората, втор, второто
- δηλητηρίαση στα σλαβομακεδονικά - труење, труењето, труење со, труења, на труење
- δηλητηριώδης στα σλαβομακεδονικά - отровна, отровни, отровните, отровен, отровниот
Τυχαίες λέξεις
Δηκτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: остар, навреден, остри, остра, жесток
Μεταφράσεις: остар, навреден, остри, остра, жесток