Ηττοπαθής στα ιταλικά
Μετάφραση: ηττοπαθής, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disfattista, rinunciatario, disfattisti, rinunciataria, disfattismo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηττοπαθής
ηττοπαθής λεξικο, ηττοπαθής λεξικό γλώσσας ιταλικά, ηττοπαθής στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ησυχαστήριο στα ιταλικά - indietreggiare, ritirata, ritirarsi, retrocedere, ritiro, clausura, eremo, ...
- ηττοπάθεια στα ιταλικά - disfattismo, il disfattismo, al disfattismo, disfattista, di disfattismo
- ηφαίστειο στα ιταλικά - vulcano, volcano, del vulcano, vulcano di, il vulcano
- ηφαιστειακός στα ιταλικά - vulcanico, vulcanica, vulcaniche, origine vulcanica, di origine vulcanica
Τυχαίες λέξεις
Ηττοπαθής στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: disfattista, rinunciatario, disfattisti, rinunciataria, disfattismo
Μεταφράσεις: disfattista, rinunciatario, disfattisti, rinunciataria, disfattismo