Καύσιμα στα ιταλικά
Μετάφραση: καύσιμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carburante, combustibile, di carburante, carburanti, del carburante
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμα
καύσιμα πυραύλων, καύσιμα αεροπλάνων, καύσιμα και τεχνολογίες προώθησης, καύσιμα πλοίων, καύσιμα χανίων, καύσιμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, καύσιμα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καύκαλο στα ιταλικά - corazza, carapace, del carapace, carapace di, il carapace
- καύση στα ιταλικά - combustione, ardente, incendio, bruciatura, bruciante, di masterizzazione
- καύσιμο στα ιταλικά - carburante, combustibile, combustibili, infiammabile, infiammabili, incombustibile
- καύσιμος στα ιταλικά - combustibile, combustibili, infiammabile, infiammabili, incombustibile
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: carburante, combustibile, di carburante, carburanti, del carburante
Μεταφράσεις: carburante, combustibile, di carburante, carburanti, del carburante