Καύσιμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: καύσιμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паливо, пальне, палива, топливо
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμα
καύσιμα πυραύλων, καύσιμα αεροπλάνων, καύσιμα και τεχνολογίες προώθησης, καύσιμα πλοίων, καύσιμα χανίων, καύσιμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καύσιμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καύκαλο στα ουκρανικά - череп, панцир, осад, скорина, кора, кірка, щит, ...
- καύση στα ουκρανικά - безладдя, горіння, заворушення, сум'яття, спалювання, спалення
- καύσιμο στα ουκρανικά - горючий, пальний, горюче
- καύσιμος στα ουκρανικά - горючий, пальний, горюче
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: паливо, пальне, палива, топливо
Μεταφράσεις: паливо, пальне, палива, топливо