Καύσιμα στα σουηδικά

Μετάφραση: καύσιμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bränsle, bränslet, bränslen
Καύσιμα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύσιμα

καύσιμα πυραύλων, καύσιμα αεροπλάνων, καύσιμα και τεχνολογίες προώθησης, καύσιμα πλοίων, καύσιμα χανίων, καύσιμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, καύσιμα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • καύκαλο στα σουηδικά - skalle, kranium, carapace, ryggskölden, sköldens, ryggsköld, ryggsköldens
  • καύση στα σουηδικά - bränning, förbränning, brännande, brinnande, förbränningen
  • καύσιμο στα σουηδικά - bränsle, brännbar, brännbara, brännbart, bränn
  • καύσιμος στα σουηδικά - brännbar, brännbara, brännbart, bränn
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bränsle, bränslet, bränslen