Περιορισμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
limitato, limitata, ristretta, ristretto, restrizioni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμένος
περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιορισμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- περιοδικό στα ιταλικά - magazzino, periodico, rivista, magazine, scomparto, caricatore
- περιορίζω στα ιταλικά - ridurre, restringere, limitare, rimpicciolire, confine, frontiera, limite, ...
- περιορισμός στα ιταλικά - limitazione, restrizione, restrizioni, di restrizione, limitazioni
- περιουσία στα ιταλικά - fattoria, fondo, podere, proprietà, bene, caratteristica, possesso, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: limitato, limitata, ristretta, ristretto, restrizioni
Μεταφράσεις: limitato, limitata, ristretta, ristretto, restrizioni