Περιορισμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beperkt, beperkte, beperkingen, openbare, beperken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμένος
περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιορισμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- περιοδικό στα ολλανδικά - tijdschrift, krant, blad, magazine te, magazijn, het tijdschrift
- περιορίζω στα ολλανδικά - verlagen, begrenzen, grens, verminderen, weerhouden, perk, beperken, ...
- περιορισμός στα ολλανδικά - beperking, restrictie, beperkingen, beperking van
- περιουσία στα ολλανδικά - allooi, landgoed, eigenschap, boeltje, kwaliteit, attribuut, boerderij, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beperkt, beperkte, beperkingen, openbare, beperken
Μεταφράσεις: beperkt, beperkte, beperkingen, openbare, beperken