Περιορισμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
limitat, restricționat, limitată, restricționată, restrânsă
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμένος
περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, περιορισμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- περιοδικό στα ρουμανικά - revistă, revista, revistei, magazine, reviste
- περιορίζω στα ρουμανικά - limită, reduce, reprima, limita, limiteze, limitează, limitat, ...
- περιορισμός στα ρουμανικά - restricţie, restricție, restricții, de restricție, restrictie, restricționare
- περιουσία στα ρουμανικά - proprietate, avere, atribut, proprietatea, proprietății, de proprietate, hotel
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: limitat, restricționat, limitată, restricționată, restrânsă
Μεταφράσεις: limitat, restricționat, limitată, restricționată, restrânsă