Περιορισμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véges, elhatárolt, korlátozott, korlátozódik, korlátozni, meghívásos, korlátozzák
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμένος
περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, περιορισμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- περιοδικό στα ουγγρικά - tölténytár, magazin, folyóirat, magazinban, magazint, magazinja
- περιορίζω στα ουγγρικά - szél, peremvidék, határmezsgye, határpillér, limes, választóvonal, korlát, ...
- περιορισμός στα ουγγρικά - határolás, megszorítás, elévülés, korlátozás, restrikciós, korlátozása, korlátozását, ...
- περιουσία στα ουγγρικά - rang, gyarmatok, ingatlan, tulajdon, tulajdonság, tulajdonjogok, ingatlanok
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: véges, elhatárolt, korlátozott, korlátozódik, korlátozni, meghívásos, korlátozzák
Μεταφράσεις: véges, elhatárolt, korlátozott, korlátozódik, korlátozni, meghívásos, korlátozzák