Προτρέπω στα ιταλικά

Μετάφραση: προτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attivare, sollecitare, esortare, spingere, invitare, invito
Προτρέπω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προτρέπω

προτρέπω συνώνυμο, προτρέπω ορισμός, προτρέπω λεξικό, προτρέπω αγγλικά, προτρέπω english, προτρέπω λεξικό γλώσσας ιταλικά, προτρέπω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • προτομή στα ιταλικά - busto, del busto, busto di, seno, il busto
  • προτού στα ιταλικά - davanti, prima, dinanzi, prima di, prima che, prima della, prima del
  • προτροπή στα ιταλικά - esortazione, l'esortazione, un'esortazione, esortazioni, dell'esortazione
  • προφέρω στα ιταλικά - dichiarare, enunciare, enunciate, enunciazione
Τυχαίες λέξεις
Προτρέπω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: attivare, sollecitare, esortare, spingere, invitare, invito