Συνοψίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: συνοψίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disporre in tabelle, tabulare, catalogare, tabulate, tabulare i
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοψίζω
συνοψίζω english, συνοψίζω στα αγγλικά, συνοψιζω συνώνυμο, συνοψίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνοψίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συνοφρυώνομαι στα ιταλικά - cipiglio, frown, smorfia, accigliato, accigliata
- συνοχή στα ιταλικά - coerenza, coesione, di coesione, la coesione, della coesione
- συντάκτης στα ιταλικά - editore, redattore, direttore, curatore, editor di
- συντάσσω στα ιταλικά - redigere, oscurare, redigi, redact, oscurare il
Τυχαίες λέξεις
Συνοψίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: disporre in tabelle, tabulare, catalogare, tabulate, tabulare i
Μεταφράσεις: disporre in tabelle, tabulare, catalogare, tabulate, tabulare i