Συνοψίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνοψίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згущати, конденсуйтеся, скоротити, стиснутий, табулювати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοψίζω
συνοψίζω english, συνοψίζω στα αγγλικά, συνοψιζω συνώνυμο, συνοψίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνοψίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνοφρυώνομαι στα ουκρανικά - насупитися, насуплюватися, супити, нахмурювати, нахмурити, насупити, хмуртеся, ...
- συνοχή στα ουκρανικά - зв'язаний, згуртованість, зчеплення, когезія, єдність
- συντάκτης στα ουκρανικά - шеф-редактора, редактор, редакторе, редактора
- συντάσσω στα ουκρανικά - скомпілювати, складати, збирати, громадити, редагувати
Τυχαίες λέξεις
Συνοψίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: згущати, конденсуйтеся, скоротити, стиснутий, табулювати
Μεταφράσεις: згущати, конденсуйтеся, скоротити, стиснутий, табулювати