Φορτίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: φορτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caricare, soma, fardello, aggravio, gravare, onere, carica, carico, addebitare, pagare
Φορτίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτίζω

φορτίζω αγγλικά, φορτίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, φορτίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • φορολογούμενος στα ιταλικά - contribuente, contribuenti, soggetto passivo, dei contribuenti
  • φορολογώ στα ιταλικά - tassare, imposta, erariale, tassa, pedaggio, verde, casello, ...
  • φορτίο στα ιταλικά - gravare, addossare, onere, carica, aggravio, fardello, soma, ...
  • φορτηγάκι στα ιταλικά - furgone, camioncino, van, un furgone, furgoncino
Τυχαίες λέξεις
Φορτίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: caricare, soma, fardello, aggravio, gravare, onere, carica, carico, addebitare, pagare