Φορτίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: φορτίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krovinys, krova, našta, imti, įkrauti, mokestis, ima, įkraukite
Φορτίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτίζω

φορτίζω αγγλικά, φορτίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, φορτίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • φορολογούμενος στα λιθουανικά - mokesčių mokėtojas, mokėtojas, mokesčio mokėtojas, mokesčių mokėtojui, mokesčių mokėtojo
  • φορολογώ στα λιθουανικά - rinkliava, rinkliavos, rinkliavų, rinkliavą, viena iš rinkliavų
  • φορτίο στα λιθουανικά - apkrova, apkrovos, krovinys, apkrovą, krūvis
  • φορτηγάκι στα λιθουανικά - furgonas, van, autobusiukas
Τυχαίες λέξεις
Φορτίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: krovinys, krova, našta, imti, įkrauti, mokestis, ima, įkraukite