Φορτίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: φορτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díj, díjat, tölteni, töltse, számít fel
Φορτίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτίζω

φορτίζω αγγλικά, φορτίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, φορτίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • φορολογούμενος στα ουγγρικά - adózó, adóalany, adófizetők, adófizető, adóalanynak
  • φορολογώ στα ουγγρικά - rovásadó, szemrehányás, adóteher, díj, autópályadíj, útdíj, áldozatok száma
  • φορτίο στα ουγγρικά - terhelés, terhelési, terhelést, rakomány, teher
  • φορτηγάκι στα ουγγρικά - arcvonal, furgon, front, élvonal, szélmalomkar, kisteherautó, van
Τυχαίες λέξεις
Φορτίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: díj, díjat, tölteni, töltse, számít fel