Φορτίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φορτίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carga, cobrar, carregar, cobra, cobram, taxa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτίζω
φορτίζω αγγλικά, φορτίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φορτίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φορολογούμενος στα πορτογαλικά - contribuinte, contribuintes, sujeito passivo, do contribuinte, dos contribuintes
- φορολογώ στα πορτογαλικά - tributar, impostos, imposto, esfarrapado, taxar, pedágio, portagem, ...
- φορτίο στα πορτογαλικά - carregar, carga, de carga, carga de, carregamento, da carga
- φορτηγάκι στα πορτογαλικά - válvula, van, camionete, furgão, van de
Τυχαίες λέξεις
Φορτίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carga, cobrar, carregar, cobra, cobram, taxa
Μεταφράσεις: carga, cobrar, carregar, cobra, cobram, taxa