Φορτίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: φορτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голець, заряджати, заряджатиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτίζω
φορτίζω αγγλικά, φορτίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φορτίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φορολογούμενος στα ουκρανικά - платник податків, платник податку, податків
- φορολογώ στα ουκρανικά - податок, оподаткувати, податковий, оподатковувати, втрати, втрат, втрату
- φορτίο στα ουκρανικά - вага, тягарі, тягар, приспів, навантаження, нагрузка
- φορτηγάκι στα ουκρανικά - фургон, крило, віялка, фургон фургон
Τυχαίες λέξεις
Φορτίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: голець, заряджати, заряджатиме
Μεταφράσεις: голець, заряджати, заряджатиме