Φορτίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: φορτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наплаќаат, наплатат, наплатува, наплати, наплаќа
Φορτίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτίζω

φορτίζω αγγλικά, φορτίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, φορτίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • φορολογούμενος στα σλαβομακεδονικά - даночниот обврзник, даночен обврзник, обврзникот, даночните обврзници, обврзник
  • φορολογώ στα σλαβομακεδονικά - патарина, патарини, на загинати, загинати, бесплатниот
  • φορτίο στα σλαβομακεδονικά - оптоварување, товар, товарот, оптоварувањето, товарниот
  • φορτηγάκι στα σλαβομακεδονικά - ван, комби, комбе, комбето, van
Τυχαίες λέξεις
Φορτίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: наплаќаат, наплатат, наплатува, наплати, наплаќа