Αναρροφώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αναρροφώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адпампоўваць, адкачваць, перапампоўваць грошы, перапампоўваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρροφώ
αναρροφώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αναρροφώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αναπόφευκτος στα λευκορωσικά - непазбежны, непазьбежны, непазбежную, непазбежнае, непазьбежнае
- αναρριχώμαι στα λευκορωσικά - падымаццa, барацьба, дужанне, змаганне, борьба
- αναρρόφηση στα λευκορωσικά - всасывать, ўсмоктвае, які ўсмоктвае
- αναρρώνω στα λευκορωσικά - здаравець, ачуньваць, папраўляцца, ўставаць, аднаўляцца
Τυχαίες λέξεις
Αναρροφώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адпампоўваць, адкачваць, перапампоўваць грошы, перапампоўваць
Μεταφράσεις: адпампоўваць, адкачваць, перапампоўваць грошы, перапампоўваць