Αναρροφώ στα τούρκικα
Μετάφραση: αναρροφώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emmek, kanunsuz olarak kazanmak, cebe indirmek, sifonla akıtmak, hortumlamasına
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρροφώ
αναρροφώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναρροφώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναπόφευκτος στα τούρκικα - kaçınılmaz, kaçınılmazdır, kaçınılmaz bir, kaçınılmazdı, vazgeçilmez
- αναρριχώμαι στα τούρκικα - mücâdele, karıştırmak, tırmanış, mücâdele vermek, kapışmak
- αναρρόφηση στα τούρκικα - emme, emiş, emici, vakum
- αναρρώνω στα τούρκικα - iyileşmek, nekahet, nekahat, convalesce, iyilesmek için istirahat
Τυχαίες λέξεις
Αναρροφώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emmek, kanunsuz olarak kazanmak, cebe indirmek, sifonla akıtmak, hortumlamasına
Μεταφράσεις: emmek, kanunsuz olarak kazanmak, cebe indirmek, sifonla akıtmak, hortumlamasına